Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Laonicus Chalcondyles — Laonicus (Laonikos) Chalcondyles (or Chalcocondylas, Greek: Λαόνικος Χαλκοκονδύλης) (c. 1423 ndash; 1490) was a Byzantine Greek scholar from Athens. The name is probably an anagram of Nicolaos. He was a Byzantine historian, son of Georgios and… … Wikipedia
Лигурийцы — (Ligures, Λίγυες, Λίγυρες) народ, живший во времена греков и римлян на берегу Средиземного моря, на ЮВ Галлии и на СЗ Италии. Древние писатели (Плутарх, Дионисий Галикарнасский) сообщают очень скудные сведения о происхождении Л. Mullenhof (… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Лигуры — Народы Италии в VI веке до н. э. Лигуры (уст. лигурийцы; лат. Ligures, др. греч … Википедия
Laonikos Chalkokondyles — Early modern painting of Laonikos Chalkokondyles. Laonikos Chalkokondyles, latinized as Laonicus Chalcondyles (Greek: Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, from λαός people , νικᾶν to be victorious , an anagram of Nikolaos which bears the same meaning; c. 1423 … Wikipedia
Λίγυς — ο, η (Α Λίγυς, υος, ὁ, ἡ, αρσ. και Λίγυρος και Λίγειρ, θηλ. και Λιγυστιάς, άδος και Λιγυστίς, ίδος) 1. ο κάτοικος τής Λιγυρίας 2. στον πληθ. οι Λίγυρες ή Λίγυες αρχαίος λαός που ήταν εγκατεστημένος στη μεσογειακή ακτή κοντά στις σημερινές πόλεις… … Dictionary of Greek
Πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… … Dictionary of Greek
λιγυρικός — ή, ό [Λιγυρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιγυρία ή έχει σχέση με τη Λιγυρία και τους Λίγυρες («λιγυρική γλώσσα») … Dictionary of Greek
σιγύν(ν)ης — και σίγυνος, ὁ, Α 1. λόγχη, δόρυ («σιγύννας... καλέουσι... Κύπριοι τὰ δόρατα», Ηρόδ.) 2. κάπηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. αβέβαιης προέλευσης. Η λ. σιγύνης συνδέεχαι με τους τ. Σιγύνναι / Σίγυννοι / Σίγιννοι «περσ. φυλή που… … Dictionary of Greek
ιταλικοί λαοί — Ονομασία του συνόλου του πληθυσμού της προρωμαϊκής Ιταλίας, που διέφερε στην καταγωγή, στη φυλή και στη γλώσσα από τους Λίγυρες, τους Σικανούς, τους Eτρούσκους και τους Έλληνες αποίκους. Οι νεότερες επιστημονικές υποθέσεις καταλήγουν στο… … Dictionary of Greek